- ευσχολώ
- εὐσχολῶ, -έω (Α) [εύσχολος]1. είμαι εύσχολος, ευκαιρώ2. έχω ευκαιρία να κάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσχολῶ — εὐσχολέω to have abundant leisure pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐσχολέω to have abundant leisure pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευσχολώ — έω, Α (δ. γρφ. τού προσασχολῶ) απασχολούμαι άνετα με κάτι, όταν δεν έχω δουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐσχολῶ «ασχολούμαι, ευκαιρώ»] … Dictionary of Greek